τραχεΐδα

τραχεΐδα
η, Ν
1. βοτ. κύτταρο, σχετικά πρωτόγονο στοιχείο τού αγωγού συστήματος και συγκεκριμένα τού ξυλώματος πολλών φυτών, το οποίο εξυπηρετεί την αγωγή νερού και διαλυμένων αλάτων και τη στήριξη τού φυτού
2. φρ. α) «δακτυλιόγλυπτη τραχεΐδα» — τραχεΐδα τής οποίας οι παχύνσεις τών δευτερογενών κυτταρικών τοιχωμάτων έχουν τη μορφή δακτυλίων σε πυκνότερη ή αραιότερη διάταξη
β) «ελικόγλυπτη τραχεΐδα» — τραχεΐδα τής οποίας οι παχύνσεις τών κυτταρικών τοιχωμάτων έχουν τη μορφή ελικοειδούς γραμμής που μπορεί να είναι και διπλή
γ) «δικτυόγλυπτη τραχεΐδα» — ελικόγλυπτη τραχεΐδα τής οποίας οι ελικοειδείς παχύνσεις αναστομώνονται μεταξύ τους καταλήγοντας στον σχηματισμό δικτυωτών σχηματισμών
δ) «βοθριόγλυπτη τραχεΐδα» — τραχεΐδα στην οποία η πάχυνση τού δευτερογενούς κυτταρικού τοιχώματος είναι καθολική και διακόπτεται μόνο στις θέσεις τών βοθρίων
ε) «βαθμιδόστικτη τραχεΐδα» — βοθριόγλυπτη τραχεΐδα στην οποία τα βοθρία είναι επιμηκυσμένα κατά την οριζόντια διεύθυνση και διευθετούνται κατά τρόπο που να σχηματίζουν κατακόρυφες ή λοξές γραμμές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”